- κουφοφορούμαι
- κουφοφοροῡμαι, -έομαι (Α)ανυψώνομαι εύκολα μόνο με την ελαφρότητα μου, χάρη στην έλλειψη βάρους («αἱ ψυχαί... εἰς τοὺς ἄνω μᾱλλον τόπους κουφοφοροῡνται». Σεξτ. Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ)* + -φορούμαι (< -φόρος < φόρος), πρβλ. εμ-φορούμαι, κυο-φορούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.